βιολιτζής

βιολιτζής
ο , -ου η
1) см. βιολιστής; 2) πλ. музыканты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βιολιτζής" в других словарях:

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • βιολιστής — και βιολιτζής, ο (θηλ. βιολίστρια) 1. μουσικός που παίζει βιολί 2. πληθ. οι βιολιτζήδες οργανοπαίκτες …   Dictionary of Greek

  • νταουλιέρης — και νταουλτζής, ο αυτός που παίζει το νταούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νταούλι + κατάλ. ιέρης (πρβλ. μπουρλοτ ιέρης). Ο τ. νταουλτζής < νταούλι + κατάλ. τζής (πρβλ. βιολιτζής)] …   Dictionary of Greek

  • βιολιστής — βιολιστής, ο και βιολιτζής, ο ο μουσικός που παίζει βιολί, ο βιολονίστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»